A+ A A-

Νότια Λέσβος: Γλυκάνισος και καϊνάρι |Αφιέρωμα του Travel book

Διαδώστε το άρθρο:

Κατάφυτη από ελιές και πεύκα, γεμάτη έντονα και μεθυστικά αρώματα, η νότια Λέσβος μάς συστήνεται κερνώντας ούζο πλωμαρίτικο και αγιασώτικο καϊνάρι.Φαντάσου βουνά με πράσινο, πολύ πράσινο, όσο μπορείς περισσότερο. Κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο, να ντύνει κάθε έναν από τους λόφους, μία μία τις πλαγιές, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Κάπου εκεί φαντάσου τώρα μια κορφή να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες, γυμνή, στρογγυλή, να τεντώνει μόνη εκείνη το πέτρινο ανάστημά της πάνω από δάση και ανθρώπους.

Στα μεθυστικά αρώματα του πεύκου και της ελιάς που σε τριγυρίζουν πρόσθεσε κι εκείνο του γλυκάνισου, της κανέλας, τις μυρωδιές από τα μπαχαρικά και το λιβάνι. Σκέψου και μουσικές, τραγούδια, μακρόσυρτες, μεταλλικές μελωδίες από χέρια που τρέχουν πάνω στο σαντούρι. Και φτιάξε τέλος με τον νου σου μια πελώρια αγκαλιά από γαλάζιο, δυο κλειστές θάλασσες που ανάμεσά τους περικλείουν όλη αυτήν τη γη, χαρίζοντάς της κάτι κι από τη δική τους χάρη.
Η νότια Λέσβος, από την Αγιάσο και το Πλωμάρι μέχρι Σκάλα Πολιχνίτου, είναι η Λέσβος έτσι όπως ξεκίνησε να τη φτιάχνει ο Θεός, πριν «σωθεί» το πράσινο και αρχίσει πια να πλάθει το υπόλοιπο νησί με πέτρα.


«Ω Παναγιά Αγιασώτισσα...»
Η Αγιάσος δεν μοιάζει με κανένα άλλο χωριό της Μυτιλήνης. Περικυκλωμένο από πυκνά, πλούσια δάση από πεύκα, καστανιές, βελανιδιές, ελαιόδεντρα, το χωριό της Παναγίας μοιάζει βγαλμένο από κάποιο χαμηλόφωνο και κατανυκτικό τροπάριο του Δεκαπενταύγουστου.

Μόλις 26 χλμ. μακριά από τη Μυτιλήνη, μα ο θόρυβος και η βουή του λιμανιού δεν φτάνουν ως την Αγιάσο.

Εδώ τα πράγματα σαν να κυλούν πιο σοβαρά, με μεγαλύτερη ακρίβεια και προσοχή. Το ξέρουν κι οι Αγιασώτες πως ο τόπος τους είναι αλλιώτικος. Το καταλαβαίνεις κι απ’ την ντοπιολαλιά τους, πιο βαριά, σαν να βγαίνει από μέσα τους με κόπο, μετρημένη και στιβαρή.

Ετσι είναι και τα τραγούδια, και οι χοροί τους: σ’ ένα απτάλικο που οι άλλοι Μυτιληνιοί χορεύουν πιο αλέγκρο, οι Αγιασώτες προτιμούν να μετρούν τα βήματά τους αργά, σαν να απολαμβάνουν μια ιδιαίτερη τελετουργία που θέλει τον χρόνο της.

Πάνω από το χωριό επικρατεί ο ορεινός όγκος του Ολυμπου, με τη βραχώδη κορφή του να ξεχωρίζει και να διακρίνεται σχεδόν από τη μισή Λέσβο, η καλύτερη σταθερή πυξίδα για να μη χάσεις ποτέ τον προσανατολισμό σου. Ολυμπος γαρ, δικαιολογεί απόλυτα την επιβλητικότητα που «υπόσχεται» το όνομά του, έστω κι αν για ένα μόλις μέτρο χάνει την πρωτοκαθεδρία στις κορφές της Λέσβου από τον Λεπέτυμνο (967 έναντι 968 μ. υψόμετρο αντίστοιχα).

Εντονο το άρωμα του γλυκάνισου και εκτός ούζου

Δεν είναι όμως το βουνό εκείνο που ρίχνει τη «σκιά» του πάνω από το χωριό, μα η Παναγία: «Ω Παναγιά Αγιασώτισσα, και Παναγιά απ’ τη Λιώτα, και Παναγιά Πετριγιανή και ποια να κράξω πρώτα» μαρτυρά το λαϊκό δίστιχο. Ολόκληρη η Λέσβος είναι κατάσπαρτη από εκκλησίες και μονές, η Αγιάσος όμως έχει μια ιδιάζουσα σχέση με την Παναγία.

Σε κείνη άλλωστε χρωστάει και το όνομά της, στην εικόνα της «Αγίας Σιών» που βρίσκεται στον μεγάλο ναό του χωριού, έτσι όπως την έφερε εδώ ένας καλόγερος πριν από χίλια περίπου χρόνια. Αυτήν έρχονται να τιμήσουν εκατοντάδες προσκυνητές τον Δεκαπενταύγουστο, και τα αγιασώτικα καλντερίμια πλημμυρίζουν από μουσικές, κεράσματα, ζωή.

Πολλοί ξεκινούν από τα χωριά τους με τα πόδια και έρχονται στην Αγιάσο έπειτα από επτά και οχτώ ώρες πεζοπορία, άλλοι, πιο τολμηροί ακόμα, ανηφορίζουν προς τον ναό στα γόνατα, εκπληρώνοντας κάποιο κρυφό τους τάμα. Η πλατεία μπροστά απ’ τον ναό, τις μέρες του πανηγυριού γεμίζει από πάγκους με φρούτα, «π’ταρέλια» (ντόπιος παραδοσιακός χαλβάς), παστά αλλά και κεραμικά, ξυλόγλυπτα, μαχαίρια, ό,τι μπορείς να φανταστείς.

Κάπου εκεί αρχίζει και το γλέντι. Μπορεί οι Ρόδανοι και ο Κακούργος, θρυλικοί Αγιασώτες μουσικοί, να έχουν «φύγει» πια, δεν είναι λίγοι όμως εκείνοι που χρόνια τώρα βαδίζουν στα χνάρια τους, όπως ο σαντουριέρης Κώστας Ζαφειρίου, το «Καζίνο», όπως είναι το παρατσούκλι του.

Καθώς σεργιανίζουμε στις γειτονιές, ο Αντρέας, δάσκαλος στο χωριό, μας λέει για τη ζωή τον υπόλοιπο χρόνο, για τους παλιούς Αγιασώτες μάστορες, μας μπάζει σε όλα τα καφενεία του χωριού, ένα προς ένα «για ένα καϊνάρι στα γρήγορα», και το τονωτικό αυτό ρόφημα με το έντονο άρωμα, σαν τσάι με μπαχαρικά και κανέλα, μπαίνει στο δίσκο δίπλα στον καφέ και το κέρασμα. Μπορείς να πεις όχι;

«Στου Σταυρί θ΄ανταμωθούμι», μια από τις πιο γραφικές συνοικίες στην Αγιάσο

Κι έπειτα ξανά στις γειτονιές, με τους στενούς δρόμους στρωμένους με «ντουσιμέ» (άσπρη πέτρα), χαζεύοντας τα παλιά σπίτια με τα σαχνισιά, που στολίζουν πολλές αγιασώτικες –και όχι μόνο– κατοικίες, και σταματώντας για μια ανάσα στο εργαστήρι του μπαρμπα-Δημήτρη Καμαρού, ή τα κεραμικά της Γιώτας Σουλακέλλη.

Λίγο παρακάτω βρίσκεται και το ιστορικό Αναγνωστήριο, θεματοφύλακας της μουσικής παράδοσης της Αγιάσου, αληθινή κιβωτός σε καιρούς πολιτιστικής τρικυμίας. Και από εκεί ξανά πίσω προς την πλατεία και τραβώντας κατά το Σταυρί, την πιο αλλόκοτη, ίσως, γειτονιά στην Αγιάσο.

Στο καφενείο του «Παπέλ’» έρχεσαι αντιμέτωπος με απανωτά λαϊκά δίστιχα γραμμένα παντού στους τοίχους σε ντοπιολαλιά, κι αν δεν είσαι από δω, θα παλεύεις ώρα για να βρεις τι θέλουν να πουν: «τνη ικουνουμία τη κανς άμα τσεγς» (την οικονομία την κάνεις όταν έχεις λεφτά) λέει θυμόσοφα κάποιο απ’ αυτά και απλά κουνάς το κεφάλι με συγκατάβαση...


Ο βασιλιάς του ούζου
Κατηφορίζοντας από την Αγιάσο προς τις νότιες ακτές της Λέσβου, κι αφήνοντας πίσω σου πια τον Ολυμπο, φτάνεις σ’ ένα χωριό όπου ναι μεν ξέρουν από καλό λάδι, όπως σε όλη τη Μυτιλήνη άλλωστε, κυρίως όμως ξέρουν από (πολύ) καλό ούζο!

Είναι το Πλωμάρι, ο πιο μεγάλος οικισμός στο νησί μετά την πρωτεύουσα (με περίπου 3.500 κατοίκους), και ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς του πιο αναγνωρίσιμου μυτιληνιού προϊόντος. Δυο εικόνες σού έρχονται στον νου σαν σκέφτεσαι το Πλωμάρι: ένα «πινταρέλ’» ούζο, , θαλασσινός μεζές και καλή παρέα είναι η πρώτη, εικόνα που εδώ θα δεις και θα ξαναδείς μέχρι να τη χορτάσεις.

Τα καλντερίμια στην Αγιάσο έχουν όλα το δικό τους ξεχωριστό χρώμα

Η δεύτερη είναι βέβαια αυτή απ’ το μόλο του λιμανιού: με πλάτη στη θάλασσα, βλέπεις όλο τον οικισμό να απλώνεται γύρω από τον πευκόφυτο λόφο του προφήτη Ηλία, και να ξεχνιέσαι καθώς προσπαθείς να μετρήσεις ένα ένα όλα τα παλιά αρχοντικά, όσα απέμειναν από τον καιρό που τα πλωμαρίτικα καΐκια αλώνιζαν τις θάλασσες γεμάτα λάδι και σαπούνι.

Αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος για να συστηθείς με το χωριό: να ξεκινήσεις δηλαδή τη βόλτα από το λιμάνι, να κλείσεις πρώτα μέσα σου την καρτποσταλική όψη του Πλωμαριού κι έπειτα να χαθείς στα καντούνια του.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου στο Πλωμάρι

Αντίθετα από την Αγιάσο, τη Μυτιλήνη ή τον Μόλυβο, το Πλωμάρι δεν μετράει πάνω από τριακόσια χρόνια ζωής. Οι παλιοί Πλωμαρίτες κατοικούσαν στο ορεινό Μεγαλοχώρι (10 χλμ. περίπου βορειότερα), χωριό αθέατο από τη θάλασσα από τον αέναο φόβο των πειρατών. Οταν δυο πυρκαγιές στα 1840 κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τον οικισμό τους, οι κάτοικοι άκουσαν τις παραινέσεις του ντόπιου λόγιου Βενιαμίν του Λέσβιου να αναζητήσουν την τύχη τους «στην υγράν πεδιάδαν...».

Κατέβηκαν λοιπόν στη θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στον τότε λεγόμενο Ποταμό, ένα μικρό επίνειο με λίγες αποθήκες σιταριού. Ο Ποταμός μετονομάστηκε σε Πλωμάρι και οι παλιές αποθήκες γρήγορα έγιναν ελαιοτριβεία και σαπωνοποιεία που δεν σταματούσαν να φορτώνουν λάδι, πυρήνα και σαπούνι στα καΐκια.

Το γραφικό λιμανάκι στη Σκάλα Πολιχνίτου

Η «υγρά πεδιάδα» έφτανε να πιάνει από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Αίγυπτο και την Αγγλία, και το κάποτε ταπεινό επίνειο έγινε πια πόλη κανονική.

Τότε χτίστηκαν και τα πιο πολλά αρχοντικά, γύρω στις όχθες του ποταμού Σεδούντα και στη συνοικία του Αγίου Νικολάου με τον ομώνυμο ναό.

Διώροφα κτίρια, όλα από πέτρα και ξύλο, με μεγάλα παράθυρα, περίτεχνα σαχνισιά και στέγες με κεραμίδια, κρατούν ακόμα τη λάμψη τους, κι ο αέρας της αλλοτινής τους αρχοντιάς πνέει ακόμα δυνατά.


«Κουβέντες απαλές...»
«Ενας είναι ο κανόνας για το ούζο: κουβέντες απαλές, και σίγουρα όχι για πολιτικά», μας λέει η κ. Βάγια, και έχει πέρα για πέρα δίκιο. Λίγο νερό για να δέσουν τα αρώματα του ούζου, να αναδειχθεί ο γλυκάνισος, και έπειτα όρεξη να ’χεις για κουβέντα.

Σαν αυτή της Ασπασίας, που μας είπε ο Δούκας Γιαμουγιάννης, ένας από τους τελευταίους καραβομαραγκούς στη Λέσβο: «ψάχναμε να βρούμε ένα καΐκι έτοιμο για να κάνουμε τουριστικές κρουαζιέρες στη Λέσβο.

Φτάσαμε μέχρι τους Παξούς, βρήκαμε εκεί ένα σκαρί καλό, μας άρεσε. Κάναμε τα χαρτιά, δώσαμε το καπάρο, και τότε μας λέει ο ιδιοκτήτης “αυτό το σκάφος έχει έρθει απ’ τη Μυτιλήνη, και τ’ όνομά του δεν άλλαξε ποτέ: Ασπασία”.

Το βλέμμα χορταίνει χρώματα και αρχοντιά στο Πλωμάρι

Γυρίσαμε στο Πλωμάρι και ρωτήσαμε αν ήξερε κανείς αυτό το σκαρί που το λέγανε Ασπασία. “Πώς δεν το ξέρουμε; Ο παππούς σου το είχε φτιάξει” μου είπαν. Ηθελε φαίνεται το καΐκι να γυρίσει σπίτι του»... Διόλου τυχαίο· στη Λέσβο επιστρέφεις πάντα!

Από το Πλωμάρι έχεις δυο τρόπους να φτάσεις στον Πολιχνίτο: ή θα ανέβεις στον κεντρικό δρόμο από Παλαιόκηπο και Παππάδο ή θα πάρεις τον δρόμο για Ακράσι και Αμπελικό.

Ο πρώτος είναι μεγάλος κύκλος μα πιο ξεκούραστος, ο δεύτερος είναι δρόμος γεμάτος στροφές αλλά διασχίζει εκπληκτικούς ελαιώνες και πευκοδάση. Διαλέξαμε τον δεύτερο και δε το μετανιώσαμε.

Γραμμή για Πολιχνίτο, στο τυροκομείο του Δημήτρη Κουκούλα και έπειτα στη Σκάλα Πολιχνίτου. Στις παρυφές του κόλπου της Καλλονής, εδώ που τα νερά νομίζεις πως χωρίζουν το γόνιμο έδαφος της νότιας από το άνυδρο τοπίο της δυτικής Λέσβου.

  • Πηγή: travelbook.gr

Copyright 2016 © lesvosreport.gr. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος | Σχεδιασμός - Ανάπτυξη - Φιλοξενία © CJ web.